- προσομοίωση
- η, Ν1. η ενέργεια τού προσομοιώνω2. (βιολ-οικον. -στρ. -τεχνολ.) αναπαράσταση τής συμπεριφοράς μιας φυσικής, βιομηχανικής, βιολογικής, οικονομικής ή στρατιωτικής διεργασίας μέσω υλικού υποδείγματος, τού οποίου οι παράμετροι και οι μεταβλητές αποτελούν είδωλα τών αντίστοιχων μεγεθών τής μελετώμενης διεργασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσομοιώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσομοίωσις, μαρτυρείται από το 1880 στην Κ. Κεχαγιά].
Dictionary of Greek. 2013.